- κενοδοντίς
- κενοδοντίς, -ίδος, ἡ (Α)αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + ὀδούς, ὀδόντος, ὁ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενοδοντίδα — κενοδοντίς toothless fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek